- τραγικωμωδία
- η, Νθεατρικό έργο που συνδυάζει τραγικά και κωμικά στοιχεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek